κραυγαστικός

κραυγαστικός
κραυγ-αστικός, ή, όν,
A vociferous, Procl.Par.Ptol.230, Sch.Il. 1.575; τὸ κ. Sch.Ar.Pax1078. Adv. -κῶς Sch.Ar.Eq.485.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κραυγαστικός — κραυγαστικός, ή, όν (Α) [κραυγάζω] 1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, τού φωνακλά …   Dictionary of Greek

  • κραυγαστικός — vociferous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγαστικόν — κραυγαστικός vociferous masc acc sg κραυγαστικός vociferous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγαστικῶς — κραυγαστικός vociferous adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”